- φοινικόπεδος
- φοινῑκό-πεδος, ον,A with red bottom or ground, of the Red Sea,
φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς . . χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192
(anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς . . χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
φοινικόπεδον — φοινικόπεδος with red bottom masc/fem acc sg φοινικόπεδος with red bottom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)